χαβάγια

χαβάγια
η гавайская гитара

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χαβάγια" в других словарях:

  • χαβάγια — η, Ν 1. είδος κιθάρας από τη νήσο Χαβάη τού Ειρηνικού 2. παθητικό τραγούδι με συνοδεία τού οργάνου αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. επίθ. hawaiian < Hawaii «Χαβάη»] …   Dictionary of Greek

  • χαβάγια — η μουσικό έγχορδο όργανο που κατάγεται από την Πολυνησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»